- παραψυχή
- και, επιγρ., παραψυχίη, ἡ, ΜΑπαρηγοριά, παραμυθία (α. «παραψυχὴν τοῡ πάθους ζητῶν», Γεωπον.β. «ἔχε δή τιν' ἀλγέων παραψυχήν», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ-ε-ψύχ-ην, αόρ. β' τού παραψύχω (πρβλ. ανα-ψυχή, κατα-ψυχή)].
Dictionary of Greek. 2013.